- σημαδεμένος
- -η, -ο, Νβλ. σημαδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαδεμένος — η, ο 1. σακάτης: Από σημαδεμένο άνθρωπο τι περιμένεις; 2. μαρκαρισμένος: Σημαδεμένο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαδεύω — ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ. 1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα») 2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην… … Dictionary of Greek
άσημος — η, ο (AM ἄσημος, ον) [σήμα] 1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος 2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο αρχ. μσν. ως ουσ. τὸ ἄσημον το ασήμι, ο άργυρος αρχ. 1. ο άργυρος ή ο χρυσός που… … Dictionary of Greek
ασημάδευτος — η, ο [σημαδεύω] 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν σημαδέψει με διακριτικό σημάδι 2. αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σωματικό ελάττωμα 3. εκείνος που δεν τον έχουν σημαδέψει ή που δεν τον έχουν σκοπεύσει … Dictionary of Greek
εύστικτος — εὔστικτος, ον (ΑΜ) μσν. καθαρά, με σαφήνεια σημαδεμένος («τῶν χρόνων εὔστικτα σημεῑα») αρχ. με ποικιλία χρωμάτων («εὐστίκτῃσι περὶ χροιῇσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στικτος (< στίζω «σημαδεύω»), πρβλ. κατά στικτος, λευκό στικτος] … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
παρασήμαδος — η, ο σημαδεμένος, ελαττωματικός στο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημάδι (πρβλ. κακο σήμαδος)] … Dictionary of Greek
παραστόλης — α, ικο παραμορφωμένος, δύσμορφος, σημαδεμένος, άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω «αφαιρώ, αποστερώ, παραμορφώνω»] … Dictionary of Greek
πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… … Dictionary of Greek